- Λαράσιος
- Προσωνυμία του Δία στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας, όπου λατρευόταν ως κυριότερη θεότητα. Αναφέρεται επίσης ως Ζευς Λ. ή Λ. Τραλλιανών σε επιγραφές και νομίσματα των αυτοκρατορικών χρόνων. Το Λ. αποτελεί παραλλαγή του τύπου Λαρίσιος ή Λαρισαίος και παράγεται από τη λέξη Λάρασα (Λάρισα). Οι ιερείς στον ναό του Λ. προέρχονταν μόνο από επιφανείς ελληνικές και ρωμαϊκές οικογένειες. Στον ναό τοποθετούσαν ψηφίσματα της πόλης και εορτάζονταν τα Λαράσια προς τιμήν του θεού.
Dictionary of Greek. 2013.